-
1 συν-θλῑβω
συν-θλῑβω, mit, zugleich, zusammen drücken; ὅπου συνεϑλίφϑησαν ὑπ' ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί, Plat. Tim. 91 e; ἐς στενὸν συνϑλιβεῖσι ῥεύμασι, Plut. de Pyth. or. 29.
1 συν-θλῑβω
συν-θλῑβω, mit, zugleich, zusammen drücken; ὅπου συνεϑλίφϑησαν ὑπ' ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί, Plat. Tim. 91 e; ἐς στενὸν συνϑλιβεῖσι ῥεύμασι, Plut. de Pyth. or. 29.